γυμνώνω — γυμνώνω, γύμνωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γυμνώνω — γύμνωσα, γυμνώθηκα, γυμνωμένος 1. βγάζω τα ρούχα, γδύνω, ξεντύνω: Τη γύμνωσαν και τη χτύπησαν μέχρι θανάτου. 2. κατακλέβω, απογυμνώνω: Οι κλέφτες γύμνωσαν το κατάστημά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γδύνω — Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω 2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τόν απογυμνώνω 3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά 4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ τη θήκη II. γδύνομαι βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω… … Dictionary of Greek
ξεμπρατσώνω — 1. γυμνώνω τα μπράτσα κάποιου 2. (συν. το μέσ.) ξεμπρατσώνομαι α) γυμνώνω τα μπράτσα μου, τους βραχίονες μου, ξεμανικώνομαι β) επιχειρώ να κάνω κάτι με αποφασιστικότητα, ανασκουμπώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(έ) * + μπράτσο] … Dictionary of Greek
αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… … Dictionary of Greek
αποψωλώ — ἀποψωλῶ ( έω) (Α) [ψωλός] 1. γυμνώνω τη βάλανο του ανδρικού οργάνου 2. (μτχ.) ἀπεψωλημένος ασελγής, ακόλαστος … Dictionary of Greek
γυμνωτής — ο (θηλ. γυμνώτρα, η) [γυμνώνω] 1. αυτός που γδύνει 2. αυτός που ληστεύει … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek
γυμνώ — βλ. γυμνώνω … Dictionary of Greek
γύμνωμα — το [γυμνώνω] η γύμνωση … Dictionary of Greek